- όξινος
- ος и ίνη , ο[ν] см. όξ(ε)ινος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όξινος — και όξεινος, η, ο (ΑΜ ὄξινος, ίνη, ον, Μ αρσ. και ὄξυνος) αυτός που έχει τη γεύση τού όξους, τού ξιδιού, ο ξινός νεοελλ. 1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οξέα ή έχει τις ιδιότητες τών οξέων (α. «όξινη αντίδραση» β. «όξινο άλας» γ. «όξινο … Dictionary of Greek
οξινίζω — [όξινος] 1. ξινίζω, καθιστώ κάτι ξινό 2. γίνομαι ξινός … Dictionary of Greek
ξινός — Οικισμός (6 κάτ., υψόμ. 10), στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Μεσσήνης. * * * ή, ό 1. αυτός που έχει όξινη γεύση, τη γεύση υγρών που περιέχουν οξικό οξύ 2. (για εδώδιμα και ποτά) αυτός που έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
καρβοξύλιο — Η χαρακτηριστική ομάδα ( COOH) που περιέχεται σε όλα τα οργανικά οξέα, τα οποία για τον λόγο αυτό καλούνται καρβοξυλικά οξέα. Αποτελείται από μια καρβονυλομάδα και μια υδροξυλομάδα. O όξινος χαρακτήρας του κ. οφείλεται στο ιονιζόμενο υδρογόνο, το … Dictionary of Greek
ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… … Dictionary of Greek
οξάλειος — ὀξάλειος, ον (Α) [οξαλίς, ίδος] 1. όξινος, ξινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια (κατά τον Ησύχ.) «εῑδος σύκων» … Dictionary of Greek
οξίνη — ὀξινη, ἡ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἡ τοῡ στόματος διάθεσις, ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῡ στομάχου ὀξίδα», ξινίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. όξινος] … Dictionary of Greek
οξώδης — ὀξώδης, ῶδες (Α) [όξος] όξινος, ξινός, όμοιος με ξίδι … Dictionary of Greek
σποδοσόλ — το, Ν (εδαφολ.) τεφρώδης όξινος τύπος εδάφους που παρουσιάζει έντονη οριζόντια ανάπτυξη σε ψυχρές υγρές δασωμένες περιοχές και έχει μικρή γονιμότητα και περιορισμένη ικανότητα κατακράτησης νερού … Dictionary of Greek
στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας … Dictionary of Greek